- ακαμάτης
- Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος Κοσμάς και Γρηάς.
* * *-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)1. φυγόπονος, οκνός, νωθρός«ακαμάτρα γυναίκα»παροιμ. «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» (γιατί παντρεύονται εύκολα)2. (δέντρο) που δεν καρποφορεί«ακαμάτικο δέντρο»ως ουσ.1. ο κηφήνας2. βλαστάρι τού κλήματος χωρίς σταφύλια3. αφύτευτος χώρος ανάμεσα στις πρασιές4. σφήνα ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς τού ανεμόμυλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ουσ. κάματος.ΠΑΡ. ακαμασιά, ακαματερός, ακαματεύω.ΣΥΝΘ. ακαμάτευτος ΙΙ, ακαματόσκυλο].
Dictionary of Greek. 2013.